μοτῶ

μοτῶ
μοτός
tent
masc gen sg (doric aeolic)
μοτόω
plug a wound with lint
pres subj act 1st sg
μοτόω
plug a wound with lint
pres ind act 1st sg
μοτώ
cinnamon
fem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
μοτώ
cinnamon
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοτώ — (I) μοτῶ, όω (Α) [μοτός] θέτω μοτό πάνω σε τραύμα. (II) μοτώ, ἡ (Α) είδος κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • μοτώ — μοτός tent masc nom/voc/acc dual μοτώ cinnamon fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοτῷ — μοτός tent masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοτώδης — μοτώδης, ῶδες (Α) [μοτώ (II)] όμοιος με τη μοτώ (II)* …   Dictionary of Greek

  • διαμοτώ — διαμοτῶ, όω (Α) [μοτώ] τοποθετώ ξαντό σε πληγή για να αποφευχθεί η περαιτέρω μόλυνση …   Dictionary of Greek

  • μότημα — μότημα, τὸ (Α) [μοτώ (Ι)] επίδεσμος από λινό ύφασμα 2. κατάστημα ή αποθήκη λινών υφασμάτων, ασπρόρουχων …   Dictionary of Greek

  • μότωμα — μότωμα, τὸ (Α) [μοτώ (Ι)] 1. μοτός κατασκευασμένος για τραύματα 2. στουπί, πλέγμα λινών νημάτων για τοποθέτηση πάνω σε τραύματα …   Dictionary of Greek

  • μότωσις — μότωσις, ἡ (Α) [μοτώ (Ι)] τοποθέτηση μοτού …   Dictionary of Greek

  • περιμοτώ — όω, Α σκεπάζω πληγή με μοτό, τοποθετώ ξαντό πάνω στην πληγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μοτῶ (< μοτός «νήματα λινού υφάσματος»)] …   Dictionary of Greek

  • μοτοῖ — μοτόω plug a wound with lint pres ind mp 2nd sg μοτόω plug a wound with lint pres opt act 3rd sg μοτόω plug a wound with lint pres ind act 3rd sg μοτώ cinnamon fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”